Πέμπτη 17 Μαρτίου 2011

ΠΡΟΚΛΗΣΗ – AΠΟΠΕΙΡΑ ΕΞΑΠΑΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ

Σας υποβάλλουμε την αναφορά του εξουσιοδοτημένου δικηγόρου Αθηνών Ευάγγελου Παπαγιάννη,(οδός Ακαδημίας αριθ.63, τηλ. 210-3825215, 210-3801783, fax.210-3819733,  κιν.6974072268, evaggelospapagiannis@gmail.com) ,προς το Ελληνικό κοινοβούλιο ,με θέμα την παραπλάνηση του Σώματος από την Έκθεση της Επιστημονικής Επιτροπής για το άρθρο 47,παράγραφο 6 του υπό συζήτηση νομοσχεδίου «Καταπολέμηση της φοροδιαφυγής,στελέχωση των ελεγκτικών υπηρεσιών και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας του Υπουργείου Οικονομικών»
 

ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

ΑΝΑΦΟΡΆ

          Του Ευαγγέλου Παπαγιάννη του Ιωάννη, δικηγόρου και κατοίκου Αθηνών, οδός Ακαδημίας αριθ. 63 (τηλ. 210-3825215, 210-3801783, fax. 210-3819733).

Θέμα: «Η έκθεση της Β’ Διεύθυνσης Επιστημονικών Μελετών της Βουλής σχετικά με την παράγραφο 6 του άρθρου 47 του νομοσχεδίου «Καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, στελέχωση των ελεγκτικών υπηρεσιών και άλλες διατάξεις» του Υπουργείου Οικονομικών». (κεφάλαιο ΙΙ σημ. 28).
………………………………….
          Οι ασαφείς και ατεκμηρίωτες αναφορές της εν θέματι εκθέσεως υπήρξαν πρόσφορες να παραπληροφορήσουν και πράγματι παραπληροφόρησαν τα μέλη της Βουλής σχετικά με τη συμβατότητα της προτεινόμενης παραπάνω ρύθμισης με το ισχύον κοινοτικό δίκαιο. Κατόπιν επικλήσεως της παραπάνω εκθέσεως από βουλευτές με το παραπάνω συμπέρασμα, αλλά και προς αποκατάσταση της πραγματικότητας, κρίνεται αναγκαία η υποβολή με την παρούσα των ακόλουθων παρατηρήσεων:
          1) Κατά την έκθεση «..γεννάται προβληματισμός ως προς το συμβατό της παραπάνω ρύθμισης με το κοινοτικό δίκαιο..». Η σχετική αναφορά είναι γενικόλογη, ασαφής και ατεκμηρίωτη, καθώς δεν εξειδικεύεται ή αναλύεται αυτός ο προβληματισμός και δεν εκτίθενται συγκεκριμένες επιφυλάξεις ή αιτιάσεις. Παρότι γίνεται κατάστρωση μείζονος προτάσεως, που εμπεριέχει τις υπό κρίσεις διατάξεις, δεν υπάρχει κάποιος ελάσσων συλλογισμός, από την υπαγωγή του οποίου στον μείζονα να θεμελιώνεται η εκδοχή της ασυμβατότητας.
          Η γενικόλογη αυτή αναφορά αποτελεί ρήτρα διαφυγής για την περίπτωση διάψευσης των καταγραφόμενων «προβληματισμών» και καταμαρτυρεί αξιοπερίεργη επιπολαιότητα και προχειρότητα, η οποία απέχει πόρρω από σαφή θέση επί του παραπάνω θέματος.
          2) Η έκθεση διατυπώνει τον παραπλανητικό ισχυρισμό ότι δήθεν η διάταξη του άρθρου 14 του ν. 1439/1984 καταργήθηκε με το άρθρο 19 παρ. 1 του ν. 2093/1992 λόγω καταδίκης της χώρας μας με την απόφαση του ΔΕΚ της από 19.10.2000 (υπόθεση C-216/1998).
          Εν πρώτοις, η δημοσίευση της παραπάνω απόφασης έπεται χρονικά της κατάργησης της παραπάνω διάταξης, και κατά συνέπεια δεν μπορεί να συνδέεται με αυτήν. Όπως προκύπτει από το ίδιο το κείμενο της αποφάσεως, η διαδικασία του άρθρου 169 της Συνθήκης κινήθηκε την 22.3.1996, δηλαδή μεταγενέστερα από την κατάργηση της παραπάνω διάταξης.
          Ομοίως από το προοίμιο της παραπάνω απόφασης (σκέψη 4), προκύπτει ότι ένδικο θέμα υπήρξε η διάταξη του άρθρου 45 του μεταγενέστερου νόμου 2127/1993, όπως τροποποιήθηκε από τη διάταξη του άρθρου 2 του ν. 2187/1994. Με την παραπάνω διάταξη θεσμοθετείτο σύστημα ελάχιστων τιμών λιανικής πώλησης καπνοβιομηχανικών προϊόντων οριζόμενο με Υπουργική Απόφαση, και όχι ελάχιστη προμήθεια δικτύου (χονδρεμπορίου – λιανεμπορίου καπνοβιομηχανικών προϊόντων). Ως εκ τούτου, το ζήτημα δεν έχει καμία απολύτως συνάφεια με την παραπάνω ρύθμιση (άρθρο 14 του ν. 1439/1984) ούτε με το αντικείμενό της ούτε και με το αντικείμενο της προτεινόμενης διάταξης. Ο συσχετισμός της παραπάνω απόφασης με το αντικείμενο της προτεινόμενης διάταξης είναι αυθαίρετος και προκαλεί εύλογα ερωτηματικά.
          Επί της ουσίας, το γεγονός ότι το αντικείμενο της προτεινόμενης διάταξης δεν απασχόλησε το ΔΕΚ στην παραπάνω απόφασή του προκύπτει από τις υπ’ αριθμούς 29 και 32 σκέψεις της παραπάνω απόφασης.
          Η Ελληνική Δημοκρατία προέβαλε ότι ο ορισμός ελάχιστης τιμής επιβάλλεται διότι «…οι καπνοβιομήχανοι και οι εισαγωγείς μπορούν να επιλέγουν, σε περίπτωση αυξήσεως των φόρων, να μη μετακυλίουν τον φόρο στους καταναλωτές μειώνοντας το περιθώριο κέρδους τους».
          Το Δικαστήριο ουδόλως απασχολήθηκε με την περίπτωση μετακύλισης των φόρων στο περιθώριο κέρδους του λιανοπωλητή (όπως συμβαίνει σήμερα), ούτε με τα πρόσφορά μέτρα ανάσχεσης του κινδύνου αυτού, τα οποία εν πάσει περιπτώσει με την προτεινόμενη διάταξη δε συνίστανται στην επιβολή ελάχιστης τιμής. Υπενθυμίζεται ότι η διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 εδ. β’ της οδηγίας 99/59, σύμφωνα με την ίδια απόφαση, έχει ως στόχο (σκέψη 4) την αποτροπή της νόθευσης του ανταγωνισμού μεταξύ των καπνοβιομηχανιών στα πλαίσια των εθνικών αγορών μέσω της εναρμόνισης της φορολογικής πολιτικής στα καπνικά.
          Προκαλεί ερωτηματικά η παράλειψη της Επιστημονικής Επιτροπής να λάβει υπ’ όψιν της, ενόψει των «προβληματισμών» της, τα ακόλουθα δύο (2) έγγραφα που κατέθεσαν επανειλημμένα βουλευτές στα Πρακτικά και συγκεκριμένα:
Α) το από 15.10.2010 έγγραφο του προϊσταμένου Μονάδας Έμμεσης Φορολογίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ. Rolf Diemer, κατά το οποίο:
1) «..ένα μεμονωμένο κράτος μέλος θα μπορούσε να λάβει μέτρα για την προστασία εκείνων των μερών στη διαπραγμάτευση για τον καθορισμό της ανώτερης τιμής λιανικής πώλησης τα οποία θα βρισκόταν σε μειονεκτική θέση σε σύγκριση με άλλα μέρη…»
2) «…ορισμένα κράτη μέλη εφάρμοσαν ελάχιστες τιμές στα καπνοβιομηχανικά προϊόντα, προκειμένου να εξασφαλίσουν τη διατήρηση περιθωρίων κέρδους για τη βιομηχανία…» (η έμφαση δική μου), και όχι βέβαια για το εμπορικό δίκτυο.
3) «…η Μονάδα μου δε διαθέτει ….. συγκριτικά στοιχεία σχετικά….. με τους μηχανισμούς διαμόρφωσης προμήθεια λιανοπωλητή σε άλλα κράτη μέλη, καθώς  η ισχύουσα κοινοτική νομοθεσία στον τομέα της φορολόγησης των βιομηχανοποιημένων καπνών δεν προβλέπει την υποχρέωση για τα κράτη μέλη να κοινοποιούν στην Επιτροπή τις πληροφορίες αυτές σε τακτική βάση..». Κατά συνέπεια, το αντικείμενο της προτεινόμενης διάταξης ουδέποτε απετέλεσε θέμα έρευνας από την Επιτροπή.
4) «..Θα ήθελα επίσης να υπενθυμίσω ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έλαβε επίσης ορισμένες αποφάσεις στο παρελθόν για εθνικά μέτρα σχετικά με τον καθορισμό περιθωρίου κέρδους (βλ. υποθέσεις 82/77 Vann Tiggele, 78/82 Επιτροπή κατά Ιταλίας και 116/84 Roelstrate) με βάση το άρθρο 34 της ΕΛΕΕ (πρώην άρθρο 28 της συνθήκης ΕΚ)…»
Β) Την ad hoc για το αντικείμενο της προτεινόμενης διάταξης και επικαλούμενη από το παραπάνω έγγραφο υπόθεση 78/82 (Επιτροπή κατά Ιταλίας), στην οποία το ΔΕΚ απεφάνθη ότι συναφής (παρόμοια) διάταξη που καθόριζε ελάχιστη προμήθεια λιανοπωλητή καπνοβιομηχανικών προϊόντων επί της λιανικής τιμής δεν επέφερε νόθευση του ανταγωνισμού ούτε αποτελούσε ισοδύναμο ή άλλο απαγορευμένο μέτρο.
Για την αποκατάσταση της πραγματικότητας διευκρινίζεται συνοπτικά ότι όλες οι αποφάσεις (υποθέσεις C-197/08, Επιτροπή κατά Γαλλικής Δημοκρατίας, C-198/08, Επιτροπή κατά της Δημοκρατίας της Αυστρίας, C-221/08, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας), τις οποίες επικαλείται η έκθεση δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με την ρύθμιση του άρθρου 47 παρ. 6 ή κάποιο άλλο συναφές θέμα. Αναφέρονται σε άσχετο ζήτημα, και συγκεκριμένα σε συστήματα νομοθετικού καθορισμού ελάχιστης λιανικής τιμής καπνοβιομηχανικών προϊόντων.
Η παράθεσή τους δημιουργεί την εντύπωση ότι δήθεν αναφέρονται στο συγκεκριμένο θέμα και λειτουργεί παραπλανητικά.
3)  Τέλος, για να αντιμετωπίσουν τα μέλη της Βουλής με τη δέουσα περίσκεψη προτεινόμενες «αναδιαρθρώσεις» των φορολογικών συντελεστών (μείωση αναλογικού φόρου, σημαντική αύξηση παγίου και καθιέρωση ελαχίστου φόρου στο 90% της μέσης σταθμισμένης τιμής) και να αποφευχθούν ωραιοποιήσεις:
·        Η διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 της οδηγίας 99/59 «..αποσκοπεί να εξασφαλίσει ότι ο προσδιορισμός της επιβολής της βάσεως επιβολής του αναλογικού ειδικού φόρου κατανάλωσης επί των προϊόντων καπνού, ήτοι το ανώτατο όριο λιανικής πωλήσεως των προϊόντων αυτών, θα υπόκειται στους ίδιους κανόνες εντός όλων των κρατών μελών. Αποσκοπεί, επίσης…….στη διασφάλιση της ελευθερίας των ανωτέρω επιχειρηματιών που τους παρέχει τη δυνατότητα να εκμεταλλεύονται πραγματικά το από πλευράς ανταγνωνισμού πλεονέκτημα που προκύπτει από ενδεχομένως χαμηλότερο κόστος……..Μία κανονιστική ρύθμιση που επιβάλλει ένα τέτοιο κατώτατο όριο τιμής είναι ικανή να θίξει τις ανταγωνιστικές σχέσεις, εμποδίζοντας ορισμένους από τους εν λόγω καπνοβιομηχάνους ή εισαγωγείς να εκμεταλλεύονται το πλεονέκτημα του χαμηλότερου κόστους προκειμένου να προτείνουν ελκυστικότερες τιμές λιανικής..» (σκέψεις 36 και 37 απόφασης ΔΕΚ επί υπόθεσης C 197/08).
·        «..Τα κράτη μέλη μπορούν να εξασφαλίζουν ένα αρκούντως υψηλό επίπεδο τιμών λιανικής πωλήσεως των προϊόντων καπνού μέσω μίας γενικής αυξήσεως του επιπέδου φορολογίας των προϊόντων αυτών, αλλά και μέσω μίας ειδικής αυξήσεως, λαμβάνοντας ως βάση τα διάφορα συστατικά στοιχεία του ειδικού φόρου καταναλώσεως και καθορίζοντας ένα ελάχιστο όριο ειδικού φόρου καταναλώσεως ( σκέψη 26 απόφασης ΔΕΚ επί υπόθεσης C 221/08).
·        Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 6 της οδηγίας 2010/12/ΕΕ  «4.  Όποτε κρίνεται αναγκαίο,  ο ειδικός φόρος κατανάλωσης των τσιγάρων μπορεί να περιλαμβάνει ένα ελάχιστο ποσό φόρου, υπό την προϋπόθεση ότι τηρείται αυστηρά η μεικτή δομή της φορολογίας και το εύρος του πάγιου στοιχείου του ειδικού φόρου κατανάλωσης,  που καθορίζεται στο άρθρο 16.».
·        Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 7 της οδηγίας 2010/12/ΕΕ «με την επιφύλαξη των παραγράφων 3, 4, 5 και 6 τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλουν έναν ελάχιστο φόρο κατανάλωσης στα τσιγάρα».
·        Σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 3 της οδηγίας 99/59/ΕΚ, «…Στο τελικό στάδιο της δομικής εναρμονίσεως καθιερώνεται σε όλα τα κράτη μέλη η αυτή σχέση μεταξύ του παγίου φόρου καταναλώσεως και του ποσού του αναλογικού φόρου καταναλώσεως και του φόρου κύκλου εργασιών επί των σιγαρέτων, ούτως ώστε η κλιμάκωση των λιανικών τιμών πωλήσεων να αντανακλά σωστά τη διαφορά των τιμών πωλήσεως των κατασκευαστών.»
Από τα παραπάνω προκύπτει το συμπέρασμα ότι οι παρεμβάσεις τα επιμέρους στοιχεία του φόρου (πάγιος, αναλογικός και ελάχιστος) πρέπει να είναι προσεκτικές, ανάλογες και να τελούν σε αντιστοιχία, ώστε με αυτές να μην διαταράσσεται η διαφοροποίηση της λιανικής τιμής των προϊόντων με βάση το χαμηλότερο κόστος απόκτησης, να μην υποκαθίσταται η απαγόρευση επιβολής ελάχιστης τιμής από τον μηχανισμό του ελάχιστου φόρου και να μην επιβάλλεται εμμέσως με αυτόν τον τρόπο σύγκλιση των λιανικών τιμών και εξουδετέρωση του ανταγωνισμού.

          Εκφράζω, όχι ως νομικός, αλλά ως πολίτης, την απογοήτευσή μου για την επιπολαιότητα με την οποία η νεφελώδης εν θέματι έκθεση δημιουργεί παραπλανητικές εντυπώσεις στην Εθνική Αντιπροσωπεία. Εύχομαι οι ανακρίβειες να οφείλονται σε αντικειμενικούς παράγοντες.

Αθήνα, 17 Μαρτίου 2011
Μετά τιμής,
          ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ Ι. ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ





1 σχόλιο:

  1. Κλέφτες φτωχοί και άρχοντες με άμαξες και άτια,
    κλέφτες χωρίς μια πήχυ γη και κλέφτες με παλάτια,
    ο ένας κλέβει όρνιθες και σκάφες για ψωμί
    ο άλλος το έθνος σύσσωμο για πλούτη και τιμή.
    Γιώργος Σουρης

    ΑπάντησηΔιαγραφή